- μυριάμφορος
- μῡρῐ-άμφορος, ον,A holding 10,000 measures ([etym.] ἀμφορεῖς): Com. metaph.,
ῥῆμα μ. Ar.Pax521
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥῆμα μ. Ar.Pax521
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριάμφορος — μυριάμφορος, ον (Α) μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ. β. «μυριάμφορον μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)… … Dictionary of Greek
μυριάμφορον — μῡριάμφορον , μυριάμφορος holding masc/fem acc sg μῡριάμφορον , μυριάμφορος holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek